- φουσκοθαλασσ(ι)ά
- ηκυματώδης ή ταραγμένη θάλασσα είτε όταν σταματήσει ή ελαττωθεί ο άνεμος, είτε όταν φυσάει άνεμος από διεύθυνση διαφορετική από εκείνη από όπου έρχεται το κύμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.